τανυστής

τανυστής
ο, Ν [τανύ(ζ)ω]
μαθημ. μαθηματικό μέγεθος που αποτελεί γενίκευση τής έννοιας τού διανύσματος και χαρακτηρίζεται από πολλές συντεταγμένες οι οποίες ορίζονται μέσα στο πλαίσιο τής γραμμικής γεωμετρίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τανυστικός — ή, ό, Ν [τανυστής] φρ. «τανυστικός λογισμός» μαθημ. ο τομέας τών μαθηματικών που αναφέρεται στις πράξεις, ιδιότητες και εφαρμογές τών τανυστών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”